- σανδαλοθήκη
- σανδᾰλοθήκη, ἡ,A sandal-case, Men.333.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανδαλοθήκη — ἡ, Α θήκη για την τοποθέτηση ή για τη φύλαξη σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + θήκη] … Dictionary of Greek
σανδαλοθήκην — σανδαλοθήκη sandal case fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαλοθήκας — σανδαλοθήκᾱς , σανδαλοθήκη sandal case fem acc pl σανδαλοθήκᾱς , σανδαλοθήκη sandal case fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek